ινδοξύλη

ινδοξύλη
Υδροξυλιωμένο παράγωγο του ινδολίου και ισομερές του οξινδολίου. Είναι κίτρινο κρυσταλλικό σώμα, με σημείο τήξης 85°C. Η ι. προέρχεται από διάσπαση του ινδοξυλικού οξέος, είναι πολύ ασταθής ένωση και οξειδώνεται εύκολα σε ινδικό από το ατμοσφαιρικό οξυγόνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ινδικό — Χρωστική ουσία, γνωστή επίσης με την ονομασία λουλάκι. Έχει γαλάζιο χρώμα, παράγεται από τα φύλλα της ινδικοφόρου και χρησιμοποιείται στη βαφική. Το ι. ήταν γνωστό στην Ανατολή (Ινδία, Ιάβα, Κίνα) από τους αρχαίους χρόνους, αλλά διαδόθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • ινδικάνη — Γλυκοζίτης του τύπου C14H17O6N.3Η2Ο, που βρίσκεται στα φυτά του γένους της ινδικοφόρου (είδος θάμνου της Αμερικής και της Ασίας). Είναι άχρωμη ουσία, με σημείο τήξης 57°C, διαλυτή στο νερό και αποτελεί το κύριο συστατικό του ινδικού (λουλάκι). Η… …   Dictionary of Greek

  • ινδοξυλικό οξύ — Οργανικό οξύ του τύπου C6H4(COH NH)C COOH. Διασπάται εύκολα προς ινδοξύλη και διοξείδιο του άνθρακα. Έχει σημείο τήξης 122°C και λαμβάνεται με επίδραση τηγμένου καυστικού νατρίου σε Ν φαινυλογλυκινο Ο καρβονικό οξύ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”