ινδικό — Χρωστική ουσία, γνωστή επίσης με την ονομασία λουλάκι. Έχει γαλάζιο χρώμα, παράγεται από τα φύλλα της ινδικοφόρου και χρησιμοποιείται στη βαφική. Το ι. ήταν γνωστό στην Ανατολή (Ινδία, Ιάβα, Κίνα) από τους αρχαίους χρόνους, αλλά διαδόθηκε στην… … Dictionary of Greek
ινδικάνη — Γλυκοζίτης του τύπου C14H17O6N.3Η2Ο, που βρίσκεται στα φυτά του γένους της ινδικοφόρου (είδος θάμνου της Αμερικής και της Ασίας). Είναι άχρωμη ουσία, με σημείο τήξης 57°C, διαλυτή στο νερό και αποτελεί το κύριο συστατικό του ινδικού (λουλάκι). Η… … Dictionary of Greek
ινδοξυλικό οξύ — Οργανικό οξύ του τύπου C6H4(COH NH)C COOH. Διασπάται εύκολα προς ινδοξύλη και διοξείδιο του άνθρακα. Έχει σημείο τήξης 122°C και λαμβάνεται με επίδραση τηγμένου καυστικού νατρίου σε Ν φαινυλογλυκινο Ο καρβονικό οξύ … Dictionary of Greek